Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Το πρώτο ραντεβού μου με την Αθούλα! ("Σαν πρόθυμη παρθένα")

Τέτοια κρασοπουλειά μόνο στην Καισαριανή βρίσκεις ακόμα.
Κάτω, αντί για τσιμέντο ή μωσαϊκό, έχει πατημένο χώμα.
Ο ταβερνιάρης κάθε απόγιομα το καταβρέχει για να κάτσει ο κουρνιαχτός!
Τα βαρέλια, στη σειρά, στο βάθος.
Απ' τις κάνουλες στάζουν πότε-πότε σταγονίτσες ρετσίνας.
Κάτι κρασομυγάκια έχουν κάνει αποικίες πάνω τους...
"Κρασουλήτες" τα λέει η Αθούλα.
Μια παρέα παραδίπλα, γεροντίδια κει γύρω στα '80, τραγουδάνε αντάρτικα και μας κερνάνε "ένα γιοματάκι"...
Ένας από δαύτους, ο γερο-Όθωνας, ξερογλείφεται με τα μπουτάκια της δικιάς μου.
Αλλά δεν το κάνω θέμα...
Η κοριτσάρα μου κατεβάζει αβέρτα το κοκκινέλι και βαράει στο δοξαπατρί τα μιζεκλίκια.
Δείχνει σα να γιορτάζει ένα γεγονός, μια επέτειο, κάτι τέλος πάντων...
Γι' αυτό την πάω την Αθούλα.
Δεν είναι ξινή, ούτε απ' τις γκομενίτσες με τις στρωμένες δουλειές, τα λούσα, τα εξωτερικά, τις μεγάλες πίστες...
Είναι τύπισσα αντεργκράουντ, παρακμιακή, ψοφάει για ταλαιπωρία, γουστάρει ανασφάλεια...
Χώνει τη γλώσσα της στο στόμα μου και το χέρι της εκεί που πρέπει.
Η Άθη ξέρει τους άντρες απ' όξω κι ανακατωτά!
Βαριούνται τις γυναίκες που φιλάνε περισσότερο απ' ό,τι πηδάνε.
Βγήκαμε ξαναμμένοι απ' το υπόγειο καπηλειό.
Ο καιρός είναι ακόμα ζεστός, και το γειτονικό παρκάκι φιλόξενο.
Κάθομαι στο παγκάκι και ξεκουμπώνω το παντελόνι μου.
Η Αθούλα ανασηκώνει τη φουστίτσα της και καρφώνεται πάνω μου.
Έστω κι έτσι, την κατατάσσω στο σκληρό δίσκο του μυαλού μου  στα "άνευ προηγουμένου γαμήσια"!


Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

"Μολόγατα τ' αλόγατα" (Απ' το κρυφό ημερολόγιο του Κώστα)

Τι θέλω να πω;
Μα τίποτα σας παρακαλώ!
Τίποτα που να γράφεται, να ακούγεται ή να μιλιέται.
Κάτι ίσως εκφραστικό, δροσιστικό.
Πώς να ξεκλειδώσει η πένα την κόλλα τη διψούσα;
Πώς να γινόταν ο νους για λίγο να εκτροχιαστεί, στο έρεβος του σύμπαντος να κολυμπήσει, σαν καλοκουρδισμένη ορχήστρα να ρεύσει στους αύλακες των αυτιών σου που ασθμαίνοντας καταπίνουν κάθε ρανίδα κόπου και μάταιου;
Μάταιο παππού Εγγονόπουλε, μάταιο παππού Εμπειρίκο.
Το σφηνοειδές περιπαικτικό μουσάκι σου προδιαγράφει τα ταξίδια στη βάραθρο μιας έντεκα χιλιάδων βάθους μέλανα, εσύ που δεν φοβόσουν αυτά τα ταξίδια.
Αύρα στα βάραθρα του εμείς, ψηλά αγναντεύοντας από το κάστρο του εγώ, να ανακαλύψω -λέει- την Αμερική στα βάθη του μέλανα με νότες που χαϊδεύουν, ηδονοθηρούν τη σάρκα.
Βάρκα αυτή, πιρόγα, ή κάτι εφήμερο να μας πάει και να μας φέρει ξανά και πάλι, υφαίνοντας πανιά στον αργαλειό, να τα φορείς, να καμαρώνεις.
Και θέλεις ίσως να προτρέψεις την αυγή που γνέφει έως ότου πάψει να μοιράζει θαλπωρή και βέβαια να παίρνει το πριν και το μετά.
Μιλάς, θέλεις να οριοθετείς, γιατί θέλεις να καταλαβαίνεις πράγματα που ποτέ δεν θα καταλάβεις κι απλά ξεπερνιέσαι.
Γελοιοποιημένος από αυτό που άλλοι όρισαν για σένα, που κι εσύ άσκεπτα τηρείς στη σκοπιά μιας γωνιάς, ξεροκέφαλα θέλεις να πιστεύεις πως φυλάς, τι;
Τι είναι αυτό τελικά το γιατί, το διότι, το πώς αύριο και χθες ο ποταμός να γυρίσει τη φορά του, αμέσως αντίθετα ο Σολωμός βασιλεμένος να περιοριστεί στα καταστιχά του.. γίνεται; Μα γίνεται;
Το παν, ακόμα κι αυτό το σύμπαν είναι δυνατό κι άρτιο μες στην αποξένωση του ασυνάρτητου γιατί φλέγεται μέσα σου.
Στις σκοπιές και τα καιροφυλακτά, εκεί που θέλεις μα δεν δύνεσαι, αν και ξέρεις πως..
Τι να στα λέω τώρα..;
Συνομιλίες κι ομιλίες χωρίς διαλόγους.
Μονόλογους, έτσι απλά για να αγαπιόμαστε.
Στοίβες καγκελοφραγμένες αραδιάζω κι είναι τελικά το όμορφο αυτό που θέλω να εξουσιάζω;
Άλογα όλα τούτα, μα δεν το είδαμε και το λογικό;

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Υγρά παιχνίδια...




Εκλεισε το τηλέφωνο κι έμεινε να κοιτά με απλανές βλέμμα σαν χαμένη τον τοίχο… Επειτα έκλεισε τα μάτια… σφάλισε καλά την ψυχή της να πάψει για λίγο να νιώθει και έβαλε μουσική … Τις δύσκολες ώρες της ζωής της η μουσική ήταν το μοναδικό της καταφύγιο… η μουσική κι ο χορός… και τώρα εκείνη ήθελε να χορέψει…

Προσπάθησε να θυμηθεί που είχε καταχωνιάσει τελευταία φορά τις πουέντ - τα παπούτσια του μπαλέτου – αλλά το μυαλό της ήταν τόσο θολωμένο εκείνη τη στιγμή που δεν μπορούσε με τίποτα να θυμηθεί… κατακλυζόταν από τόσα ανάμεικτα συναισθήματα που ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό… πνιγόταν… ήθελε αέρα και ήξερε που θα τον βρει… Εβαλε το αγαπημένο της κομμάτι το Air του Bach και με δυο γρήγορες κινήσεις έβγαλε τα ρούχα και πέταξε σε μια γωνιά τις γόβες της μένοντας εντελώς γυμνή και ξυπόλητη μπροστά στον τεράστιο καθρέπτη…

Η θέα του γυμνού της κορμιού για πρώτη φορά την ξένισε αλλα και την ερέθισε… Το αγαπούσε και το τιμούσε αυτό το κορμί… και ακόμη και τις μέρες τις μοναξιάς ήξερε να το κρατά ικανοποιημένο… Αλλά αυτή τη στιγμή ήθελε απεγνωσμένα να τον νιώσει μέσα της… να κατακλύζει όλο της το είναι…Δυο- τρία συρτά βήματα τα γυμνά της πόδια στο παρκέ κι έπειτα απογειώθηκε στον αέρα σε ένα τέλειο γκραν ζετέ.. Αυτή η αίσθηση την τρέλλαινε… αυτά τα κλάσματα δευτερόλεπτου που βρισκόταν στον αέρα ενιωθε σα θεά…

 Ανοιξε το συρτάρι και  με μια τελετουργική κίνηση έβγαλε την κόκκινη κορδέλα που χρησιμοποιούσαν στα παιχνίδια τους … ποτισμένη στον ιδρώτα και στο σπέρμα του Στέφανου…. Την έφερε στο πρόσωπό της να την μυρίσει και έπειτα στο στόμα της ... η γεύση του πλημμύρισε όλη της την ύπαρξη φέρνοντάς την στο χείλος του γκρεμού θυμίζοντάς της στιγμές ανείπωτου πόθου και αστείρευτης ηδονής… «όχι δε θα τον πάρω τηλέφωνο» σκέφτηκε… Πέρασε την κορδέλα μέσα στο υγρό της αιδοίο και την αισθάνθηκε να χαϊδεύει απαλά τα φουσκωμένα χείλη του όπως συνήθιζε να κάνει η γλώσσα του…. Τον ένιωσε για λίγο μέσα της... όπως τότε που κείνος μπαινόβγαινε αργά και βασανιστικά για να την φέρει στα όριά της... έκλεισε ξανά τα μάτια της και τον είδε μπροστά της... η κορδέλα τραβήχτηκε δυνατά και σφίχτηκε μέσα της... το μυαλό της σελιδοδείκτης σε κείνον και κείνη μόλις δυο βήματα από την απόλυτη ηδονή ...



Κάθε ανάσα της την οδηγούσε ένα βήμα μακριά του… κάθε της λυγμός την πισογύριζε... Χαλάρωσε την κορδέλα αργά αργά και τον έβγαλε γρήγορα από μέσα της... Μια παλλίροια αισθήσεων και ανάμικτων σκέψεων την κάναν να γυρέψει τις μεταλλικές μπάλες από το συρτάρι του κομοδίνου… Αργά και προσεκτικά τις έβαλε μέσα της αφήνοντας το λεπτό κορδόνι απέξω… Η κρύα αίσθηση του μέταλλου την έκανε να σκιρτήσει από ηδονή, ένιωθε απίστευτα ερεθισμένη … ένιωσε το αιδοίο της να συσπάται και να σφίγγει γύρω απ’αυτές και τους μύες της να τις τραβάνε άπληστα προς τα μέσα…
Εκανε 2 φιγούρες… μια μικρή πιρουέτα και ένιωσε τα χείλη του αιδοίου της να τραβούνται υπό το βάρος των σφαιρών προς τα κάτω… αυτή η μικρή ενόχληση την μούδιασε και της δημιουργούσε ρίγη που διατρέχανε όλη της τη ραχοκοκαλιά μέχρι την «ουρά» της…  Προσπάθησε να κάνει μια φιγούρα ακόμη αλλά όλη της η σκέψη… όλο της το αίμα είχε συγκεντρωθεί εκεί χαμηλά και ένιωθε μέσα σε λίγα λεπτά να φλέγεται από ηδονή… Ηταν καυλωμένη όσο δεν πήγαινε και το γεγονός ότι ήταν μόνη της μάλλον την ανακούφιζε… Ξάπλωσε παραδομένη στο κρύο πάτωμα άνοιξε τα πόδια και άρχισε με τα υγρά της δάχτυλα να χαιδεύει την κλειτορίδα της…



Τα δάχτυλά της έψαχναν τρόπο να χωθούν μέσα της μα ήταν ήδη γεμάτη εκεί…Ενιωθε έτοιμη να εκραγεί… το στήθος της φλεγόταν από την κάψα του αστείρευτου πόθου της...οι ρόγες της ήταν στητές και σκληρές χωρίς καν να τις αγγίξει… τα δάχτυλά της περασμένα από πάνω τους απλά την έφεραν στα όριά της… με μια κοφτή κίνηση τράβηξε το κορδόνι και οι μπάλες πετάχτηκαν μια μια έξω κάνοντάς την να βογγήξει από την καύλα…Αχχχχχχχ…Αφησε ένα μικρό πνιχτό παραπονιάρικο βογγητό να της ξεφύγει και έχυσε στο πάτωμα όλους της τους χυμούς φτάνοντας σ’έναν υπέροχα απόκοσμο οργασμό που χαίδεψε όλες της τις αισθήσεις…

Αφέθηκε ξέπνοη στο κρύο πάτωμα με το μυαλό της κενό και το σώμα γεμάτο.. Θυμήθηκε κείνον που κάτι τέτοιες στιγμές επεφτε σαν διψασμένος οδοιπόρος ανάμεσα στα πόδια της να ξεδιψάσει...
Είμαι εδώ μόνη και αυτή η στιγμή είναι μόνο δική μου σκέφτηκε… τη στιγμή που ο χώρος πλημμύρισε από τις πρώτες νότες του liebestraum… θυμίζοντάς της το συναίσθημα που τόσο ήθελε να ξεχάσει….



Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Τι έγραψε ο Τσαρλς την κολασμένη νύχτα που γνώρισε την Αθούλα...

Στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη
και χτενίζεις ωκεανούς 
πυρρόξανθων μαλλιών
που χύνονται
στην πλάτη και στον κώλο σου.
Τα μαλλιά σου είν' μαγικά.
Όταν ξαπλώνω
και σε κοιτάζω να χτενίζεσαι
πετούν σπίθες...
Έξω φυσά διαολεμένα.
Οι τοίχοι του μπορντέλου τρέμουν.
Τα παραθυρόφυλλα υποχωρούν
κι ο μανιασμένος αέρας
μπουκάρει στο δωμάτιο.
Γυρίζεις θυμωμένη και μου λες
"Ο διάολος να πάρει αυτά τα μαλλιά!".
"Ναι!", σου απαντώ...

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

"Το κάλεσμα του Εραστή"


Που είσαι αγαπημένη; Μήπως σ' εκείνο το μικρό
παράδεισο, να ποτίζεις τα λουλούδια που σε κοιτάνε
όπως τα βρέφη το στήθος της μάνας;
Ή μήπως στο δωμάτιό σου, όπου ο βωμός
της αρετής στήθηκε προς τιμή σου
και που σ' αυτόν προσφέρεις θυσία την ψυχή και την
καρδιά μου;
Ή ανάμεσα στα βιβλία, γυρεύοντας ανθρώπινη γνώση
ενώ είσαι γεμάτη ουράνια σοφία;
Ω συντρόφισσα της ψυχής μου, που είσαι;
Προσεύχεσαι στο ναό; Ή καλείς τη Φύση στο λιβάδι,
λιμάνι των ονείρων σου;
Είσαι στις καλύβες των φτωχών, παρηγορώντας
τους πονεμένους με τη γλύκα της ψυχής σου
και γεμίζοντας τα χέρια τους με τη γενναιοδωρία σου;
Είσαι το πνεύμα του Θεού παντού.
Είσαι δυνατότερη απ' τους αιώνες.
Θυμάσαι τη μέρα που συναντηθήκαμε, όταν
μας τύλιγε το φωτοστέφανο του πνεύματός σου;
Και πλανούνταν γύρω μας οι Άγγελοι του Έρωτα
δοξολογώντας τις πράξεις της ψυχής;
Θυμάσαι τα μονοπάτια και τα δάση που περπατούσαμε
μ' ενωμένα τα χέρια, σφιχταγκαλιασμένοι
σα να κρυβόμαστε μέσα στους ίδιους μας τους εαυτούς;
Θυμάσαι την ώρα που σ' αποχαιρέτησα
και το αγνό φιλί σου πάνω στα χείλη μου;
Εκείνο το φιλί που με δίδαξε ότι η ένωση
χειλιών ερωτευμένων
φανερώνει ουράνια μυστικά ανέκφραστα απ' τη
γλώσσα.
Ήταν η εισαγωγή σ' ένα μακρόσυρτο στεναγμό
σαν την ανάσα του Παντοδύναμου που έκανε άνθρωπο
το χώμα.
Εκείνος ο στεναγμός μ' οδήγησε στον πνευματικό
κόσμο
δείχνοντάς μου τη δόξα της ψυχής μου.
Kahlil Gibran (1883-1993)

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Μονά-ζυγά….


Άναψε ένα τσιγάρο, και άνοιξε τα στόρια κοίταξε, βαρετά έξω από το παράθυρό της, ήταν μια ωραία μέρα ηλιόλουστη, ήπιε μια γουλιά από τον καφέ, που είχε φτιάξει. Ήρθε στο μυαλό, της πάλι ε κεί νος ένιωσε, ένα…γλυκό ρίγος, καιρό τώρα την απασχολούσε, η σκέψη του. Είχε κάνει, τα πά ντα γιανά ξεχάσει αυτή, τη περίεργη ιστορία κι ε κ εί νον, που ήρθε στη ζωή της, από το πουθενά. Όμως μάταια δ ε μπορούσε, με τίποτε. Και σ’ αυτό, έφταιγε κι εκείνος. Δ εν την άφηνε, α υ τός να ξεχάσει αν και του είχε, πεί του είχε δείξει, άπειρες φορές ότι δ ε θέλει να μπεί σε νέες, ερωτικές περιπέτειες ε κε ί νος επέμενε, να της λέει διαρκώς ότι τη θέλει, και να μ η την αφήνει ύσηχη τόσο που κάποτε, τη…θύμωνε αφόρητα με αυτή, τη περίεργη επιμονή του αλλά μετά, το ξέχναγε εντελώς!!!!

Όπως έπινε, τον καφέ της είδε ξαφνικά, το κντό της να αναβοσβήνει το άνοιξε, και είδε ότι…είχε μνμα από’ κείνον!, ΄καλημέρα μωρό μου’!,-για μια στιγμή σκέφτηκε να μ η του πεί, τί πο τε αλλά μετά άφησε αυτή, τη σκέψη κι αποφάσισε να του γράψει, κάτι!! ‘καλημέρα κύριε Τ…, τι κάνετε?’’ε, εκείνος σάστισε μόλις είδε, το μνμα της! αλλά της έγραψε κάτι-‘ε, εμ καλά! π ως κοιμήθηκε, σήμερα η...πριγκιπέσσα μας?. ε, τι θα γίνει, επιτέλους με την αυτού ηψηλότητά της, θα ‘ξεκουνηθεί’ να βγεί μαζί μου, για’ κάνα καφέ?’-κι αυτή, του έγραψε-‘’γκρρρρ’!!!! ε κε ί νος γέλασε, και της έστειλε ένα φιλί!!

Όταν έπαψαν, να….μιλάνε (με sms)! εκείνος ήρθε ξανά, στο μυαλό της θυμήθηκε π ως, τον γνώρισε ε εμ, τον είχε, δεί να κάθεται και να πίνει, (με πολύυ γοητευτικό, τρόπο ομολογουμένως!), το ποτό του στην απέναντι, πλευρά του μπάρ της καφετέριας που πήγαινε. Είχε ό-λα, αυτά που μπορεί να κάνουν μια γυναίκα, να τον θέλει σαν τρελλή. Ωραίο σώμα, ωραίο χαμόγελο, πολύυ γλυκό πρόσωπο στα 40φέυγα του, αν και δ εν ήταν τόσο όμορφος, απέπνεε όμως ένα αέρα έντονης, γοητείας ποτέ δ εν της άρεσαν, οι πολύυ όμορφοι άντρες, (τους απέφευγε, μάλιστα μανιωδώς), έψαχνε πάντα όχι τόσο όμορφους ε, δε ν την ενδιέφερε, τόσο η εμφάνιση όσο το να την κάνει, κάποιος να νιώθει ωραία αυτό!!

Εκείνος την, είχε κοιτάξει πολύυ ερωτικά, τότε από μακριά είχαν ανταλάξει, έντονες ματιές αλλά μετά από, αυτό τίποτε άλλο. Ε κ εί νος όμως, ερχόταν πολύυ συχνά στο μπάρ, κάποια στιγμή ήρθε κοντά της, της έπιασε τη κουβέντα και της ζήτησε, τελικά το κντό της! αυτή του το’δωσε αν και του είπε ότι, δ εν ψάχνεται γενικώς. Και τώρα, που ε κ εί νος ήρθε, ξανά στο μυαλό της σκέφτηκε ότι δεν ήταν καθόλου, ο τύπος της. Παρ’όλα αυτά, όμως ένιωθε να της ασκεί, μια τεράστια γοητεία. Παρά το ότι δ εν, ήταν ο τύπος της ένιωθε να τη γοητέυει, πάρα πολύ. Κι αυτό, κάπου τη τρόμαζε συχνά πολύ.

Μετά από, αυτό ε κεί νος της έστελνε, διαρκώς μνματα κι επέμενε να ειδωθούν, να βγούν για καφέ εκείνη όμως, αρνιόταν συστηματικά. Ε κεί νος, επέμενε κι εκείνη συνέχιζε, να αρνείται. Ε κεί νος της έστειλε ξανά, μνμα-‘τι θα γίνει, πριγκιπέσσα μας, θα μας κάνεις τη τιμή, να βγείς μαζί μας για ένα καφέ?’- εκείνη είπε-‘θα το σκεφτώ’, κι εκείνος-‘πρόσεξε καλά! α ν αρνηθείς θα έρθω εκεί, και θα σε πάρω με το ζόρι!’-γέλασε. Μαζί του, ένιωθε συχνά πως έπαιζε, σε μια πολύ δύσκολη παρτίδα σκάκι με ένα, πολύ καλό συμπαίκτη και πώς, σίγουρα θα έχανε εκείνη, στο τέλος!. Ή είχε, χάσει αυτή ήδη?!

Το απόγευμα, που σηκώθηκε (και καθώς ήταν, στο μπάνιο), είδε ξανά το κντό της να χτυπά, κι είδε ότι είχε, μνμα από’ κείνον!!-‘ε, είμαι κάτω, από το σπίτι σου’!!-‘τίιιιιιιιι??????’, άρπαξε το κντό της και με φόρα, πήγε προς το παράθυρό της, τον είδε από κάτω να της χαμογελά.-‘Ε, δεν, θα μου ανοίξεις??
πήγε γρήγορα, και πάτησε το κουμπάκι, γιανά ανοίξει η πόρτα. Ε κ εί νος ανέβηκε, πάνω και της χτύπησε το κουδούνι, εκείνη άνοιξε τη πόρτα, και μόλις τον είδε απ’έξω έμεινε άναυδη, ε κεί νος της γέλασε-‘ε. έμ συγνώμη για την, εμφάνισή μου’- ε κ εί νος γέλασε, πήγε να του πεί και κάτι άλλο αλλά δ εν την άφησε!, την κοίταξε βαθιά στα μάτια, την αγκάλιασε κι άρχισαν να φιλιούνται με γλώσσα. Ε κεί νος την έγδυσε, αργά με απαλές κινήσεις, κι άρχισε να τη δαγκώνει και να τη φιλάει, στις ρώγες του στήθους της, στο λαιμό και την κοιλιά εκείνη, αναστέναζε και βογγούσε γλυκά, και απαλά. Σαν κοριτσάκι που, κάνει έρωτα για πρώτη φορα. Μετά γδύθηκε, κι ε κ εί νος εκείνη όπως ήταν όρθιος άρχισε να τον, φιλάει και να τον γλύφει στα γεννητικά όργανα, ε κείνος αναστέναζε γλυκά ξάπλωσαν στο κρεββάτι, κι εκ εί νη έβαλε τα πόδια της στη μέση, του εκ εί νος ξάπλωσε επάνω της και ενώ τη φιλούσε παντού, μπήκε μέσα της κι άρχισε να κουνιέται, στην αρχή αργά αλλά μετά πιο γρήγορα εκ είνη τον έσφιγγε, πάνω της και καθώς τον έσφιγγε έβαζε τα νύχια, της στο δέρμα του έκαναν έ ρ ω τα με πάθος, αλλά και πολύ τρυφερά σάνα έκαναν, έ ρω τα για πρώτη φορά. Ξύπνησαν αγκαλιά, και στο στόμα τους, είχαν κι οι δύο μια πολύυ γλυκιά, γέυση η γεύση του έ ρω τα? ίσως! ε κ εί νη κοιμόταν ακόμη, όταν ε κ εί νος σηκώθηκε και ντύθηκε, να φύγει. Όταν ξύπνησε, είδε ένα μικρό γράμμα στο κομοδίνο, της-‘ίσως η πιο, όμορφη νύχτα της ζωής μου, σ’ αγαπώ’ το διάβασε το άφησε στο κομοδίνο, γέλασε και πήγε στη κουζίνα, να φτιάξει καφέ κοίταξε έξω ήταν μια πολύ όμορφη μέρα!!. (Το ποστ, αυτό είναι αφιερωμένο στον sailor, με α γά πη τον ευχαριστώ για τη φιλία του, και για την αγάπη του και, για όλα και για το ότι με προσκάλεσε σ’αυτό, εδώ το μπλόγκ!) 

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

Φωτο-στέφανος





Είχαν περάσει ήδη δυο μήνες από την πρώτη εκείνη φορά που συνάντησε το Στέφανο και ένιωθε πως η ζωή της είχε αλλάξει πολύ… Οι «συνεδρίες» τους όπως ήθελε να τις αποκαλεί είχαν αρχίσει να γίνονται όλο και πιο συχνές και ήταν πάντα εκείνος που το επεδίωκε. Αυτό της άρεσε, δε μπορούσε να μη το παραδεχτεί όμως ταυτόχρονα τη φόβιζε… 
Τη φόβιζε πάρα πολύ… Οι ρόλοι εναλάσσονταν πια συχνά και ήταν η πρώτη φορά που’νιωθε γεμάτη όταν γονάτιζε και  τριβόταν πάνω του… όταν άφηνε τη γλώσσα της να τρέχει τη διαδρομή από τον αστράγαλο μέχρι το πέος του… όταν εκείνη γινόταν σκλάβα στον έρωτά του υποκύπτοντας σε κάθε τρελλή του επιθυμία…   




 Δεν ήταν πια ρόλος αυτό όπως τόσες άλλες φορές το’χε παίξει στο παρελθόν.  Ηταν η γυναίκα μέσα της που ήταν απόλυτα παραδομένη στο πάθος  αυτού του άντρα… και στην ανάγκη της να τον ικανοποιήσει όσο κανέναν άλλον έκανε ότι δεν είχε κάνει ποτέ μέχρι τώρα. Εκείνη η «αφέντρα» είχε μετατραπεί στην απόλυτη «υποτακτική» και για μια στιγμή σκέφτηκε ότι  εκείνος είχε έρθει αρχικά σε κείνη γιατί όλα αυτά τα είχε βαρεθεί…  Κι όμως…το πάθος τους αντί να κοπάζει γινόταν όλο και πιο έντονο… και έβλεπε και τους δυο τους να έχουν ξεφύγει σε έναν φρενήρη ρυθμό που τους οδηγούσε σε πολύ «παράτολμα» μονοπάτια… όχι πλέον ερωτικά…Εκείνη όλο αυτό το διάστημα προσπαθούσε  να γίνεται απόμακρη και να κρατά κάποιες ισορροπίες μα τελευταία ήταν πολύ δύσκολο…σχεδόν μάταιο.  Ο Στέφανος δεν την άφηνε στιγμή να τον ξεχάσει. Την έπαιρνε κάθε μέρα και την καλούσε να βρεθούνε… Ενιωθε πως είχανε δεθεί πολύ με ένα πολύ ιδιαίτερο αλλά και όμορφο τρόπο που ποτέ δεν είχε βιώσει.
Ηξερε καλά ότι το σεξουαλικό ορμέφυτο είναι από τα πιο δυνατά και προσπαθούσε να μειώσει το γεγονός λέγοντας ότι είναι αναπόφευκτο δυο άνθρωποι που ικανοποιούν  τόσο απόλυτα ο ένας τον άλλον να μην έρθουν κοντά και σε ένα άλλο επίπεδο. Βαθιά μέσα της όμως ήξερε ότι τα πράγματα δεν ήταν έτσι… Οι συζητήσεις που ανέπτυσσαν στο κρεβάτι μετά τον έρωτα την πηγαίνανε πάντα ένα βήμα πιο μακριά… Ηταν σίγουρο ότι εκείνος ήταν ένας πολύ καλός ομιλητής και διαβασμένος άνθρωπος με πολλές γνώσεις γύρω από τα πιο απίθανα θέματα.
Της έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση που εκείνος επεδίωκε να συζητά όλα αυτά τα θέματα μαζί της τις μικρές στιγμές τους μετά τον έρωτα (έρωτα? Της έκανε εντύπωση… αυτή πάντα χρησιμοποιούσε τον όρο σεξ.)  Οσο για κείνη ένιωθε πως είχε βρει τον δάσκαλό της… αφού αν και πάντα ετοιμόλογη εκείνος έβρισκε πάντα να πει κάτι για να την αποστομώσει.
Ναι, ο άνθρωπος αυτός τη γέμιζε ολοκληρωτικά και η σκέψη αυτή από μόνη της ήτανε κόκκινο πανί για κείνη…γιατί ήξερε πως κι αυτή με τη σειρά της ήθελε πια να τον ικανοποιεί απόλυτα...






Η σκέψη της κύλησε σ’ όλα αυτά τα μικρά πράγματα που έκανε τελευταία για να της δείξει το ενδιαφέρον του…
Ένα βιβλίο που της χάρισε και που εκείνη έψαχνε καιρό να το βρει… ο τρόπος του που πια ήταν τρυφερός ακόμη και την στιγμή που τον ένιωθε τόσο βαθιά και έντονα μέσα της … ένα βράδυ που βγήκε να σκεφτεί όλα αυτά γυμνή στη βεράντα και που εκείνος ήλθε να την σκεπάσει να μην κρυώσει… Το τσάι με μέλι που σηκώθηκε και της έφτιαξε όταν βράχνιασε από τις φωνές τη στιγμή της ηδονής της… Μικρά καθημερινά πράγματα που δείχνανε ότι η κατάσταση είχε ξεφύγει από τον έλεγχό της και αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Και κείνη όμως δεν πήγαινε πίσω… Επεφτε διαρκώς από "παρατυπία" σε "παρατυπία"
 Όπως τότε που πήγε να αγοράσει εσώρουχα και για να ρωτήσει το γούστο του έβγαλε με το κινητό φωτογραφία στο δοκιμαστήριο και του την έστειλε για να τον αφήσει άναυδο και ξαναμμένο την ώρα που βρισκόταν σε meeting
 Ένα πονηρό χαμόγελο γεννήθηκε στη σκέψη αυτή… Όμως εκείνη ποτέ δε ρωτούσε άντρα για τα εσώρουχά της…
Αυτό το ολίσθημα τώρα που το σκεφτόταν την έκανε να αισθάνεται άβολα… Όπως και το ότι τον έβλεπε με ένα τεράστιο φωτοστέφανο…
Το κινητό της χτύπησε και στην οθόνη είδε το όνομά του.

-        Καλημέρα! Πως είσαι?
-        Καλά… τραύλισε σαστισμένη ενώ την ίδια στιγμή ήθελε να του πει « Bad timing… μόλις προσπαθούσα να σε βγάλω από τη ζωή μου»
-        Μήπως σε ενοχλώ? Σε ξύπνησα? Σε ακούω «κάπως»…
-        Όχι απλά έχω ένα ραντεβού με κάποιους πελάτες στη γκαλερί και έπρεπε να έχω ήδη φύγει. Πες μου…
-        Θέλω να σε δω το βράδυ.
-        Στέφανε… νομίζω ότι το’χουμε παρακάνει… μόλις χθες βρεθήκαμε!
-        Και χθες και προχθές και αντιπροχθές… Μα εγώ δε σε θέλω γι’αυτό απόψε… Θέλω να βγούμε… Θέλω να πάμε να φάμε… μαζί! Να πιούμε το κρασί μας, να χαλαρώσουμε -έχει ζωντανή μουσική εκεί, πιάνο -  Να απολαύσουμε την υπέροχη κουζίνα του… Εχω ήδη κάνει κράτηση στο αγαπημένο μου εστιατόριο. Πες ναι σε παρακαλώ…
-        …………….Εντάξει….. θα τα πούμε αύριο βράδυ στις 9 εδώ. Θεέ μου πόσο μισούσε τον εαυτό της όταν δεν μπορούσε να του πει όχι… και αυτό συνέβαινε πολύ συχνά τελευταία… Πως όμως μπορούσε να του πει όχι? Ηταν τόσο γλυκός… τόσο περιποιητικός και τόσο καλός εραστής… Πολλές φορές εξαντλημένος μετά τον έρωτα προσπαθούσε να της δώσει ικανοποίηση ξανά και ξανά με χίλιους δυο τρόπους… Μαθήτευε τον οργασμό πάνω στο κορμί της κι εκείνη ένιωθε η πιο ευτυχισμένη και πιο πλήρης γυναίκα… όταν άφηνε τους χυμούς της πάνω του…. Για μια στιγμή τρελλάθηκε στην ιδέα ότι εκείνος μπορεί κάποια στιγμή να βαριόταν… και τότε τι? Επρεπε να το σταματήσει όλο αυτό. Να βάλει ένα τέλος όσο ήταν καιρός… Ηθελε να προστατέψει τον εαυτό της…Δεν έπρεπε να ξαναπληγωθεί… Θυμήθηκε το τραγούδι της Beyonce και χαμογέλασε πικραμένη...

Halo = φωτοστέφανο



Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

...Στριπτήζ...

Το ραντεβού κλείστηκε για το απογευμα την ίδια ωρα ,στο ίδιο μέρος ,"την ερωτική φωλιά" τους όπως συνήθιζε να λέει ο Στέφανος..
Το σκεφτόταν και μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί της..
Στη σκέψη του και μόνο άναβε....
Τα χέρια του να χαιδεύουν το κορμί της ,τα χείλη του στο λαιμό της και το στήθος  ενας βαθύς αναστεναγμός βγήκε απο το στόμα της..
Και αυτή όμως δεν πήγαινε πίσω ,είχε τον τρόπο της ,του άρεσε ο έρωτάς της το κρεββάτι της δεν το ξεχνάς  εύκολα, και αυτο της άρεσε σκέφτηκε χαμογελώντας πονηρά.
Ο Στέφανος δεν ηταν εύκολος άντρας ,έπρεπε να ξέρει κάποια πως να του κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον.
Και εκεινη ήξερε ,και τα εφάρμοζε πάνω του.
Σήμερα θα έκανε κάτι διαφορετικό , ναι θα του έκανε  .."στριπτήζ" δεν είναι άσχημη ιδέα ,πολύ καλή μάλιστα , και αμέσως άρχιζε να την σχεδιάζει στο μυαλό της...
Πήγε να χτυπήσει το κουδούνι ,και του φάνηκε παράξενο αλλά η πόρτα ήταν μισάνοιχτη..
"Ελα μέσα"του " άκουσε τη φωνή της απο το βάθος  , ..."μην αναψεις το φως ",..εκείνος υπάκουσε .. ,"προχώρησε" .."ναι εκει" .."κάθησε τωρα" ..αναπαυτικά ..ενω ταυτόχρονα το You can leave your hat on ακουγόταν στο χώρο...